Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
πυρήνεμος
Πυρήνη
πυρηνίδιον
πυρηνοειδής
πυρηνώδης
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυρία
πυριάλωτος
πυρίασις
πυριαστέον
πυριάτη
πυριατήρ
πυριατήριον
πυριατός
View word page
πυρητόκος
producing fire
ShortDef
producing fire
Debugging
Headword:
πυρητόκος
Headword (normalized):
πυρητόκος
Headword (normalized/stripped):
πυρητοκος
IDX:
77679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77680
Key:
Data
{'content': 'producing fire'}