Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
πυρήνεμος
Πυρήνη
πυρηνίδιον
πυρηνοειδής
πυρηνώδης
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
πυρία
πυριάλωτος
πυρίασις
πυριαστέον
πυριάτη
View word page
πυρηνίδιον
knob
ShortDef
knob
Debugging
Headword:
πυρηνίδιον
Headword (normalized):
πυρηνίδιον
Headword (normalized/stripped):
πυρηνιδιον
IDX:
77676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77677
Key:
Data
{'content': 'knob'}