Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
πυρήνεμος
Πυρήνη
πυρηνίδιον
πυρηνοειδής
πυρηνώδης
πυρητόκος
πυρήφατος
πυρηφόρος
View word page
πυρήν
the stone
ShortDef
the stone
Debugging
Headword:
πυρήν
Headword (normalized):
πυρήν
Headword (normalized/stripped):
πυρην
IDX:
77671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77672
Key:
Data
{'content': 'the stone'}