Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
πυρήνεμος
Πυρήνη
πυρηνίδιον
πυρηνοειδής
πυρηνώδης
πυρητόκος
View word page
πυρεύω
light a fire

ShortDef

light a fire

Debugging

Headword:
πυρεύω
Headword (normalized):
πυρεύω
Headword (normalized/stripped):
πυρευω
IDX:
77669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77670
Key:

Data

{'content': 'light a fire'}