Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
πυρήνεμος
View word page
πυρετοφόρος
causing fever
ShortDef
causing fever
Debugging
Headword:
πυρετοφόρος
Headword (normalized):
πυρετοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυρετοφορος
IDX:
77664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77665
Key:
Data
{'content': 'causing fever'}