Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
Πυρηναῖος
View word page
πυρετός
burning heat, fiery heat

ShortDef

burning heat, fiery heat

Debugging

Headword:
πυρετός
Headword (normalized):
πυρετός
Headword (normalized/stripped):
πυρετος
IDX:
77663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77664
Key:

Data

{'content': 'burning heat, fiery heat'}