Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
πυρήν
πυρηνάδες
View word page
πυρέτιον
slight fever

ShortDef

slight fever

Debugging

Headword:
πυρέτιον
Headword (normalized):
πυρέτιον
Headword (normalized/stripped):
πυρετιον
IDX:
77662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77663
Key:

Data

{'content': 'slight fever'}