Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
πυρή
View word page
πυρέσσω
to be ill of a fever

ShortDef

to be ill of a fever

Debugging

Headword:
πυρέσσω
Headword (normalized):
πυρέσσω
Headword (normalized/stripped):
πυρεσσω
IDX:
77660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77661
Key:

Data

{'content': 'to be ill of a fever'}