Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
πυρευτικός
πυρεύω
View word page
πυρεκτικός
feverish

ShortDef

feverish

Debugging

Headword:
πυρεκτικός
Headword (normalized):
πυρεκτικός
Headword (normalized/stripped):
πυρεκτικος
IDX:
77659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77660
Key:

Data

{'content': 'feverish'}