Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
πυρετώδης
πυρεύς
πυρευτής
View word page
πυρεκβολίτης
yielding fire
ShortDef
yielding fire
Debugging
Headword:
πυρεκβολίτης
Headword (normalized):
πυρεκβολίτης
Headword (normalized/stripped):
πυρεκβολιτης
IDX:
77657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77658
Key:
Data
{'content': 'yielding fire'}