Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
πυρέτιον
πυρετός
πυρετοφόρος
View word page
πύρδαλον
small wood for burning

ShortDef

small wood for burning

Debugging

Headword:
πύρδαλον
Headword (normalized):
πύρδαλον
Headword (normalized/stripped):
πυρδαλον
IDX:
77654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77655
Key:

Data

{'content': 'small wood for burning'}