Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύργος
πυργοσείστης
πυργοσκάφος
πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
πυρέκβολος
πυρεκτικός
πυρέσσω
πυρεστία
View word page
πυργῶτις
towering
ShortDef
towering
Debugging
Headword:
πυργῶτις
Headword (normalized):
πυργῶτις
Headword (normalized/stripped):
πυργωτις
IDX:
77651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77652
Key:
Data
{'content': 'towering'}