Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργομαγδῶλ
πυργομαχέω
πυργομάχος
πυργοποιία
πύργος
πυργοσείστης
πυργοσκάφος
πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
πυρεκβολίτης
View word page
πυργοφύλαξ
a tower-guard, warder

ShortDef

a tower-guard, warder

Debugging

Headword:
πυργοφύλαξ
Headword (normalized):
πυργοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
πυργοφυλαξ
IDX:
77647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77648
Key:

Data

{'content': 'a tower-guard, warder'}