Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυργοκέρατα
πυργομαγδῶλ
πυργομαχέω
πυργομάχος
πυργοποιία
πύργος
πυργοσείστης
πυργοσκάφος
πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
πυργωτός
πυρδαής
πύρδαλον
πύρεθρον
πυρεῖον
View word page
πυργοφόρος
bearing a tower
ShortDef
bearing a tower
Debugging
Headword:
πυργοφόρος
Headword (normalized):
πυργοφόρος
Headword (normalized/stripped):
πυργοφορος
IDX:
77646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77647
Key:
Data
{'content': 'bearing a tower'}