Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργοδάϊκτος
πυργοδόμος
πυργοειδής
Πύργοι
πυργοκάστελλον
πυργοκέρατα
πυργομαγδῶλ
πυργομαχέω
πυργομάχος
πυργοποιία
πύργος
πυργοσείστης
πυργοσκάφος
πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
πύργωμα
πυργῶτις
View word page
πύργος
a tower

ShortDef

a tower

Debugging

Headword:
πύργος
Headword (normalized):
πύργος
Headword (normalized/stripped):
πυργος
IDX:
77641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77642
Key:

Data

{'content': 'a tower'}