Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργίτης
πυργόβαρις
πυργοδάϊκτος
πυργοδόμος
πυργοειδής
Πύργοι
πυργοκάστελλον
πυργοκέρατα
πυργομαγδῶλ
πυργομαχέω
πυργομάχος
πυργοποιία
πύργος
πυργοσείστης
πυργοσκάφος
πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
πυργόω
πυργώδης
View word page
πυργομάχος
fighting from a tower

ShortDef

fighting from a tower

Debugging

Headword:
πυργομάχος
Headword (normalized):
πυργομάχος
Headword (normalized/stripped):
πυργομαχος
IDX:
77639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77640
Key:

Data

{'content': 'fighting from a tower'}