Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπολείπω
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογίζομαι
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπόμνυμαι
ἀνθυπονοστέω
View word page
ἀνθυπηρετέω
to serve in turn

ShortDef

to serve in turn

Debugging

Headword:
ἀνθυπηρετέω
Headword (normalized):
ἀνθυπηρετέω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπηρετεω
IDX:
7763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7764
Key:

Data

{'content': 'to serve in turn'}