Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυργίσκος
Πυργίτης
πυργίτης
πυργόβαρις
πυργοδάϊκτος
πυργοδόμος
πυργοειδής
Πύργοι
πυργοκάστελλον
πυργοκέρατα
πυργομαγδῶλ
πυργομαχέω
πυργομάχος
πυργοποιία
πύργος
πυργοσείστης
πυργοσκάφος
πυργοῦχος
πυργοφορέω
πυργοφόρος
πυργοφύλαξ
View word page
πυργομαγδῶλ
watch-tower

ShortDef

watch-tower

Debugging

Headword:
πυργομαγδῶλ
Headword (normalized):
πυργομαγδῶλ
Headword (normalized/stripped):
πυργομαγδωλ
IDX:
77637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77638
Key:

Data

{'content': 'watch-tower'}