Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπολείπω
ἀνθυπολογέω
ἀνθυπολογίζομαι
ἀνθυπολογισμός
ἀνθυπόμνυμαι
View word page
ἀνθυπέρχομαι
insinuate oneselfe into, creep upon in turn
ShortDef
insinuate oneselfe into, creep upon in turn
Debugging
Headword:
ἀνθυπέρχομαι
Headword (normalized):
ἀνθυπέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
ανθυπερχομαι
IDX:
7762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7763
Key:
Data
{'content': 'insinuate oneselfe into, creep upon in turn'}