Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυραμοῦς
Πύρασος
πυραυγής
πύραυνος
πυραύστης
πυράφλεκτος
πυρβόλος
πύργειος
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργίς
πυργίσκος
Πυργίτης
πυργίτης
πυργόβαρις
πυργοδάϊκτος
πυργοδόμος
πυργοειδής
View word page
πυργήρης
fortified
ShortDef
fortified
Debugging
Headword:
πυργήρης
Headword (normalized):
πυργήρης
Headword (normalized/stripped):
πυργηρης
IDX:
77623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77624
Key:
Data
{'content': 'fortified'}