Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυραμοειδής
πυραμοῦς
Πύρασος
πυραυγής
πύραυνος
πυραύστης
πυράφλεκτος
πυρβόλος
πύργειος
πυργηδόν
πυργηρέομαι
πυργήρης
πυργίδιον
πύργινος
πυργίς
πυργίσκος
Πυργίτης
πυργίτης
πυργόβαρις
πυργοδάϊκτος
πυργοδόμος
View word page
πυργηρέομαι
to be shut up as in a tower, to be beleaguered
ShortDef
to be shut up as in a tower, to be beleaguered
Debugging
Headword:
πυργηρέομαι
Headword (normalized):
πυργηρέομαι
Headword (normalized/stripped):
πυργηρεομαι
IDX:
77622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77623
Key:
Data
{'content': 'to be shut up as in a tower, to be beleaguered'}