Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πύραιθοι
πυραίθουσα
πυράϊνος
Πυραίχμης
πυράκμων
πυρακτέω
πυρακτόω
πυραλίς
πυράμη
πυραμητός
πυραμιδικός
πυράμινος
πυραμίς
πυραμοειδής
πυραμοῦς
Πύρασος
πυραυγής
πύραυνος
πυραύστης
πυράφλεκτος
πυρβόλος
View word page
πυραμιδικός
pyramidal
ShortDef
pyramidal
Debugging
Headword:
πυραμιδικός
Headword (normalized):
πυραμιδικός
Headword (normalized/stripped):
πυραμιδικος
IDX:
77609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77610
Key:
Data
{'content': 'pyramidal'}