Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυράγρα
πυραγρέτης
πυράγρη
πυράζω
πυραιθής
πύραιθοι
πυραίθουσα
πυράϊνος
Πυραίχμης
πυράκμων
πυρακτέω
πυρακτόω
πυραλίς
πυράμη
πυραμητός
πυραμιδικός
πυράμινος
πυραμίς
πυραμοειδής
πυραμοῦς
Πύρασος
View word page
πυρακτέω
to turn in the fire, to harden in the fire, char

ShortDef

to turn in the fire, to harden in the fire, char

Debugging

Headword:
πυρακτέω
Headword (normalized):
πυρακτέω
Headword (normalized/stripped):
πυρακτεω
IDX:
77604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77605
Key:

Data

{'content': 'to turn in the fire, to harden in the fire, char'}