Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
ἀγροικία
View word page
ἀγριωπός
wild-looking
ShortDef
wild-looking
Debugging
Headword:
ἀγριωπός
Headword (normalized):
ἀγριωπός
Headword (normalized/stripped):
αγριωπος
IDX:
775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-776
Key:
Data
{'content': 'wild-looking'}