Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυοποιός
πυορροέω
πυόρροια
πυός
πύος
πυουλκός
πυόω
πυππάζω
πύππαξ
πῦρ
πυρά
πυρά2
πυράγηρα
πυράγρα
πυραγρέτης
πυράγρη
πυράζω
πυραιθής
πύραιθοι
πυραίθουσα
πυράϊνος
View word page
πυρά
(n.pl.) watch-fires

ShortDef

(n.pl.) watch-fires
(fem.sg.) funeral-pyre

Debugging

Headword:
πυρά
Headword (normalized):
πυρά
Headword (normalized/stripped):
πυρα
IDX:
77591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77592
Key:

Data

{'content': '(n.pl.) watch-fires'}