Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
ἀνθυποκρίνομαι
ἀνθυπολείπω
View word page
ἀνθυπείκω
to yield in turn

ShortDef

to yield in turn

Debugging

Headword:
ἀνθυπείκω
Headword (normalized):
ἀνθυπείκω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπεικω
IDX:
7758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7759
Key:

Data

{'content': 'to yield in turn'}