Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πύον
πυοποιέω
πυοποίησις
πυοποιός
πυορροέω
πυόρροια
πυός
πύος
πυουλκός
πυόω
πυππάζω
πύππαξ
πῦρ
πυρά
πυρά2
πυράγηρα
πυράγρα
πυραγρέτης
πυράγρη
πυράζω
πυραιθής
View word page
πυππάζω
cry

ShortDef

cry

Debugging

Headword:
πυππάζω
Headword (normalized):
πυππάζω
Headword (normalized/stripped):
πυππαζω
IDX:
77588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77589
Key:

Data

{'content': 'cry'}