Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυξίον
πυξιόπους
πυξίς
πυξογραφέω
πυξοειδής
πύξος
πυοειδής
πύον
πυοποιέω
πυοποίησις
πυοποιός
πυορροέω
πυόρροια
πυός
πύος
πυουλκός
πυόω
πυππάζω
πύππαξ
πῦρ
πυρά
View word page
πυοποιός
making pus

ShortDef

making pus

Debugging

Headword:
πυοποιός
Headword (normalized):
πυοποιός
Headword (normalized/stripped):
πυοποιος
IDX:
77581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77582
Key:

Data

{'content': 'making pus'}