Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
ἀνθυπισχνέομαι
ἀνθυποβάλλω
ἀνθυπόδεικτος
View word page
ἀνθυπατικός
proconsular

ShortDef

proconsular

Debugging

Headword:
ἀνθυπατικός
Headword (normalized):
ἀνθυπατικός
Headword (normalized/stripped):
ανθυπατικος
IDX:
7756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7757
Key:

Data

{'content': 'proconsular'}