Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυλοῦχος
πυλόω
πύλωμα
πυλών
Πύλων
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
πυματηγόρος
πύματος
πύνδαξ
πυνθάνομαι
πυνικοί
πύξ
πύξ2
πυξάκανθα
πυξεών
πυξίζω
πύξινος
View word page
πυματηγόρος
last-speaking
ShortDef
last-speaking
Debugging
Headword:
πυματηγόρος
Headword (normalized):
πυματηγόρος
Headword (normalized/stripped):
πυματηγορος
IDX:
77560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77561
Key:
Data
{'content': 'last-speaking'}