Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πύλωμα
πυλών
Πύλων
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
πυματηγόρος
πύματος
πύνδαξ
πυνθάνομαι
πυνικοί
πύξ
πύξ2
πυξάκανθα
πυξεών
πυξίζω
View word page
πυλωρός
a gate-keeper, warder, porter

ShortDef

a gate-keeper, warder, porter

Debugging

Headword:
πυλωρός
Headword (normalized):
πυλωρός
Headword (normalized/stripped):
πυλωρος
IDX:
77559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77560
Key:

Data

{'content': 'a gate-keeper, warder, porter'}