Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυλοκλειστής
Πύλονδε
Πύλος
πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πύλωμα
πυλών
Πύλων
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
πυματηγόρος
πύματος
πύνδαξ
πυνθάνομαι
πυνικοί
πύξ
πύξ2
View word page
πυλωρέω
keep the gate

ShortDef

keep the gate

Debugging

Headword:
πυλωρέω
Headword (normalized):
πυλωρέω
Headword (normalized/stripped):
πυλωρεω
IDX:
77556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77557
Key:

Data

{'content': 'keep the gate'}