Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πύλιος
πυλίς
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
πυλοκλειστής
Πύλονδε
Πύλος
πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πύλωμα
πυλών
Πύλων
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
πυματηγόρος
πύματος
πύνδαξ
View word page
πύλωμα
a gate, gateway

ShortDef

a gate, gateway

Debugging

Headword:
πύλωμα
Headword (normalized):
πύλωμα
Headword (normalized/stripped):
πυλωμα
IDX:
77552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77553
Key:

Data

{'content': 'a gate, gateway'}