Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πύλιγξ
Πύλιος
πυλίς
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
πυλοκλειστής
Πύλονδε
Πύλος
πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πύλωμα
πυλών
Πύλων
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
πυματηγόρος
πύματος
View word page
πυλόω
to furnish with gates

ShortDef

to furnish with gates

Debugging

Headword:
πυλόω
Headword (normalized):
πυλόω
Headword (normalized/stripped):
πυλοω
IDX:
77551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77552
Key:

Data

{'content': 'to furnish with gates'}