Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πυλήνη
Πυλιακός
πύλιγξ
Πύλιος
πυλίς
Πυλόθεν
Πυλοιγενής
πυλοκλειστής
Πύλονδε
Πύλος
πυλουρός
πυλοῦχος
πυλόω
πύλωμα
πυλών
Πύλων
πυλωνοφύλαξ
πυλωρέω
πυλωρικός
πυλώριον
πυλωρός
View word page
πυλουρός
gatekeeper, porter

ShortDef

gatekeeper, porter

Debugging

Headword:
πυλουρός
Headword (normalized):
πυλουρός
Headword (normalized/stripped):
πυλουρος
IDX:
77549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77550
Key:

Data

{'content': 'gatekeeper, porter'}