Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
ἀνθυπηρετέω
View word page
ἀνθυπατεία
proconsulate
ShortDef
proconsulate
Debugging
Headword:
ἀνθυπατεία
Headword (normalized):
ἀνθυπατεία
Headword (normalized/stripped):
ανθυπατεια
IDX:
7753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7754
Key:
Data
{'content': 'proconsulate'}