Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυλαϊκός
πυλαιμάχος
Πυλαιμένης
πυλαῖος
Πύλαιος
πυλαῖτις
πυλάρτης
Πυλάρτης
Πύλας
Πυλᾶτις
πυλαωρός
Πυλεύς
πυλεών
πύλη
πυληδόκος
Πυλήνη
Πυλιακός
πύλιγξ
Πύλιος
πυλίς
Πυλόθεν
View word page
πυλαωρός
keeping the gate, a gate-keeper

ShortDef

keeping the gate, a gate-keeper

Debugging

Headword:
πυλαωρός
Headword (normalized):
πυλαωρός
Headword (normalized/stripped):
πυλαωρος
IDX:
77534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77535
Key:

Data

{'content': 'keeping the gate, a gate-keeper'}