Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
ἀνθύπειξις
ἀνθυπερβάλλω
ἀνθυπερηφανέω
ἀνθυπέρχομαι
View word page
ἀνθυπάρχω
to be set over against

ShortDef

to be set over against

Debugging

Headword:
ἀνθυπάρχω
Headword (normalized):
ἀνθυπάρχω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπαρχω
IDX:
7752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7753
Key:

Data

{'content': 'to be set over against'}