Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
πύκτης
πυκτίζω
πυκτικός
πυκτικότης
πυκτίον
πυκτίς
πυκτίς2
πυκτομαχέω
πυκτοσύνη
Πυλαγόρας
Πυλαγορέω
Πυλαγόρος
View word page
πυκτίζω
fold

ShortDef

fold

Debugging

Headword:
πυκτίζω
Headword (normalized):
πυκτίζω
Headword (normalized/stripped):
πυκτιζω
IDX:
77508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77509
Key:

Data

{'content': 'fold'}