Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
πύκτης
πυκτίζω
πυκτικός
πυκτικότης
πυκτίον
πυκτίς
πυκτίς2
πυκτομαχέω
πυκτοσύνη
View word page
πυκτεύω
to practise boxing, box, spar
ShortDef
to practise boxing, box, spar
Debugging
Headword:
πυκτεύω
Headword (normalized):
πυκτεύω
Headword (normalized/stripped):
πυκτευω
IDX:
77505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77506
Key:
Data
{'content': 'to practise boxing, box, spar'}