Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
πύκτης
πυκτίζω
πυκτικός
πυκτικότης
View word page
πυκνωτικός
serving to close the pores

ShortDef

serving to close the pores

Debugging

Headword:
πυκνωτικός
Headword (normalized):
πυκνωτικός
Headword (normalized/stripped):
πυκνωτικος
IDX:
77500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77501
Key:

Data

{'content': 'serving to close the pores'}