Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγριόφωνος
ἀγριόχοιρος
ἀγριοψωρία
ἀγριόω
Ἀγρίππας
Ἀγριππιασταί
ἄγριππος
ἀγρίς
ἀγρίτης
ἀγρίφη
ἀγριώδης
ἀγριωπός
ἀγροβόας
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδίαιτος
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἄγροθι
ἀγροικεύομαι
ἀγροικηρός
View word page
ἀγριώδης
of wild nature

ShortDef

of wild nature

Debugging

Headword:
ἀγριώδης
Headword (normalized):
ἀγριώδης
Headword (normalized/stripped):
αγριωδης
IDX:
774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-775
Key:

Data

{'content': 'of wild nature'}