Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
πύκτης
πυκτίζω
View word page
πύκνωμα
close order

ShortDef

close order

Debugging

Headword:
πύκνωμα
Headword (normalized):
πύκνωμα
Headword (normalized/stripped):
πυκνωμα
IDX:
77498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77499
Key:

Data

{'content': 'close order'}