Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
πύκτης
View word page
πυκνόω
to make close
ShortDef
to make close
Debugging
Headword:
πυκνόω
Headword (normalized):
πυκνόω
Headword (normalized/stripped):
πυκνοω
IDX:
77497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77498
Key:
Data
{'content': 'to make close'}