Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
πυκτή
View word page
πυκνόφυλλος
with thick foliage

ShortDef

with thick foliage

Debugging

Headword:
πυκνόφυλλος
Headword (normalized):
πυκνόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοφυλλος
IDX:
77496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77497
Key:

Data

{'content': 'with thick foliage'}