Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
πύκτευσις
πυκτευτής
πυκτεύω
View word page
πυκνόφθαλμος
with thick-set eyes

ShortDef

with thick-set eyes

Debugging

Headword:
πυκνόφθαλμος
Headword (normalized):
πυκνόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοφθαλμος
IDX:
77495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77496
Key:

Data

{'content': 'with thick-set eyes'}