Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
πύκτας
πυκτεῖον
View word page
πυκνοσύγκριτος
of a constricted habit of body
ShortDef
of a constricted habit of body
Debugging
Headword:
πυκνοσύγκριτος
Headword (normalized):
πυκνοσύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοσυγκριτος
IDX:
77492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77493
Key:
Data
{'content': 'of a constricted habit of body'}