Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
πυκνωτικός
View word page
πυκνόστικτος
thick-spotted, dappled

ShortDef

thick-spotted, dappled

Debugging

Headword:
πυκνόστικτος
Headword (normalized):
πυκνόστικτος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοστικτος
IDX:
77490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77491
Key:

Data

{'content': 'thick-spotted, dappled'}