Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πυκνόπνοια
πυκνοποιέω
πυκνόπορος
πυκνόπτερος
πυκνορράξ
πυκνόρριζος
πυκνορρώξ
πυκνός
πυκνόσαρκος
πυκνοσπορέω
πυκνόσπορος
πυκνόστικτος
πυκνόστυλος
πυκνοσύγκριτος
πυκνοσφυξία
πυκνότης
πυκνόφθαλμος
πυκνόφυλλος
πυκνόω
πύκνωμα
πύκνωσις
View word page
πυκνόσπορος
thick-sown

ShortDef

thick-sown

Debugging

Headword:
πυκνόσπορος
Headword (normalized):
πυκνόσπορος
Headword (normalized/stripped):
πυκνοσπορος
IDX:
77489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-77490
Key:

Data

{'content': 'thick-sown'}