Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνθρωποφάγος
ἀνθρωποφθόρος
ἀνθρωποφυής
ἀνθρωπόχειρον
ἀνθυβρίζω
ἀνθύβρισις
ἀνθυλακτέω
ἀνθυλλίς
ἀνθυπάγω
ἀνθυπαγωγή
ἀνθυπακούω
ἀνθυπαλλαγή
ἀνθυπαλλάσσω
ἀνθυπαντάω
ἀνθυπάρχω
ἀνθυπατεία
ἀνθυπατεύω
ἀνθυπατιανός
ἀνθυπατικός
ἀνθύπατος
ἀνθυπείκω
View word page
ἀνθυπακούω
listen to in turn

ShortDef

listen to in turn

Debugging

Headword:
ἀνθυπακούω
Headword (normalized):
ἀνθυπακούω
Headword (normalized/stripped):
ανθυπακουω
IDX:
7748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7749
Key:

Data

{'content': 'listen to in turn'}